-
1 σμῖλαξ
σμῖλαξ, ακος, ὁ, auch σμῖλος, μῖλαξ u. μῖλος, – 1) der Taxus-, Eibenbaum, lat. taxus; Eur. Bacch. 108; Ar. Nubb. 994; Plat. Rep. II, 372 b; Theophr. u. A. – 2) in Arcadien ein Baum aus der Gattung der Eichen; Theophr.; Plin. H. N. 16, 7. – 3) auch eine Pflanze, σμῖλαξ κηπαία genannt, ein Schotengewächs, vielleicht türkische Bohne, Diosc.; eine andere ist σμῖλαξ τραχεῖα u. σμῖλαξ λεία, convolvulus sepium.
-
2 σμῖλαξ
σμῖλαξ, ακος, ὁ, (1) der Taxus-, Eibenbaum, lat. taxus; (2) in Arcadien ein Baum aus der Gattung der Eichen; (3) auch eine Pflanze, σμῖλαξ κηπαία genannt, ein Schotengewächs, vielleicht türkische Bohne; eine andere ist σμῖλαξ τραχεῖα u. σμῖλαξ λεία, convolvulus sepium
См. также в других словарях:
αρκουδόβατος — Αναρριχώμενο φυτό της ελληνικής χλωρίδας· ανήκει στην οικογένεια των λιλιιδών και απαντάται σε δάση, θαμνότοπους, φράκτες, αλλά και σε πάρκα. Έχει λεπτούς, γωνιώδεις βλαστούς με αγκάθια. Τα φύλλα είναι επαλλάσσοντα, ωοειδή ή βελοειδή, μυτερά,… … Dictionary of Greek
ζουλόβατος — ο βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σμίλαξ η τραχεία … Dictionary of Greek
κυνόσβατος — η, ο (Α κυνόσβατος, ἡ και ὁ, και κυνόσβατον, τὸ) 1. αγριοτριανταφυλλιά 2. ο καρπός τής αγριοτριαφυλλιας αρχ. 1. κάππαρη 2. το φυτό σμίλαξ η τραχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνός (γεν. εν. τού κύων) + βάτος (ὁ)] … Dictionary of Greek